προεμβατήριον

προεμβατήριον
προεμβατήριος
belonging to a
masc/fem acc sg
προεμβατήριος
belonging to a
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • προεμβατήριος — ον, Α αυτός που ανήκει στον προεμβάτη («γέρας προεμβατήριον» η αμοιβή που δίνεται στον προεμβάτη, Ηλιόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προεμβάτης «αυτός που πηδάει πρώτος σε εχθρικό πλοίο» + κατάλ. τήριος (πρβλ. επιβα τήριος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”